Ανοιγοκλείνω με βιάση τα βλέφαρά μου καθώς συνέρχομαι απ’ το χτύπημα. Το πρώτο που νιώθω δίπλα μου, τα τρία αγόρια μου, ολάκερη η ζωή μου.
«Μαμά…»
«Μανούλα…»
Δυο φορές. Δυο φωνές. Λαθεύω. Θεέ μου, λαθεύω. Δεν είναι ολάκερη η ζωή μου. Είναι λειψή. Μια φωνή λιγότερη. Μια ζωή λιγότερη.
«Πού;» ουρλιάζω κι η ψυχή μου σκίζεται. «Πού είναι ο άλλος γιος μου;»
ΚΥΠΡΟΣ θαλασσοφίλητη, λιόχαρη. Μα δουλωμένη στους αποικιοκράτες. Όταν σημαίνει η ώρα, ο λαός της σηκώνεται ορθός, μόνος, ενάντια σε μια αυτοκρατορία. Πολεμάει κι ελπίζει. Πονάει και ματώνει.
Στις αγχόνες των Άγγλων πρώτα. Κι ύστερα κατάντικρυ στον Τούρκο. Τον εισβολέα που πνίγει στο αίμα το νησί, εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του ’74. Το καλοκαίρι των νεκρών, των αιχμαλώτων, των ξεριζωμένων, των χιλιάδων αγνοουμένων.
Της Μαρίτσας που απόμεινε με μια άδεια, ορφανεμένη αγκαλιά. Της Ελένης που αρνιέται να μαυροφορεθεί, γιατί δεν της παράδωσαν ένα κορμί να το μοιρολογήσει. Του Βαγοράκη που στέκει ολημερίς με τη φωτογραφία ενός χαμένου πατέρα κρεμασμένη στο άγουρο στήθος του. Του Νίκου, του Ανδρέα, του Μάρκου, εικόνες ασπρόμαυρες μπρος σ’ αναμμένα καντήλια.
Άντρες, γυναίκες, παιδιά, αδέρφια μας στην Κύπρο. Αυτό είναι το δίκιο και το δάκρυ τους. Αυτός είναι ο αγώνας τους.