Και ξαφνικά -κανείς δεν ξέρει αν αυτό που έγινε, έγινε πριν, τώρα ή μετά- σαν τη γυναίκα που 'χει ξεχειλώσει απ' τις πολλές τις γέννες ή σαν τη μπαταρία που 'χει χάσει όλα τα υγρά και τα 'χει φτύσει πια, όπως λένε, η Ευρυδίκη Βαλασκατζή σταματάει στη μέση του δρόμου. Δεν έχει άλλο, αυτό ήταν! Γι' αυτό και το απόγευμα της πρώτης Κυριακής του Ιουνίου, ενώ περπατάει στο βορεινό πεζοδρόμιο του Ναυτικού Νοσοκομείου, σταματάει ξαφνικά σα να τη χτύπησε κεραυνός και δεν μπορεί να κάνει βήμα. Δεν μπορεί να προχωρήσει και δεν θέλει πια να πάει πουθενά! Θα 'θελε πολύ να μην έχει κάνει παιδιά και να 'ναι υποχρεωμένη να γυρίσει σπίτι. Για την ακρίβεια, θα 'θελε να 'χει ξεχάσει πώς γυρίζουν σπίτι! Μένει ακίνητη, λοιπόν, σαν χαρτονάκι πάνω στο πεζούλι, ενώ ο χρόνος ύπουλα -φυσώντας απαλά στο ενδιάμεσο κενό- έχει ήδη προσθέσει δυο χρόνια παραπάνω στη ζωή της. Γι' αυτό κι η Ευρυδίκη Βαλασκατζή το βράδυ, γυρνώντας πάλι σπίτι της, θα χαρεί πολύ -όπως η ίδια νομίζει εκείνη τη στιγμή- όταν θα διαπιστώσει πως έχει πια κι' αυτή ένα παιδί, παρόλο που χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του θα νιώσει πάλι απ' την αρχή ότι δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, αλλά ετούτη τη φορά δεν πρόκειται καθόλου να αναρωτηθεί ποιος είναι αυτός που άφησε μες στου μυαλού της το δωμάτιο αυτό το μαύρο τιποτένιο φίδι, που σέρνεται όλη την ώρα στις γωνιές και έχει την κακή συνήθεια να υποβάλλει πάντα αυτό τις ερωτήσεις.