«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»:
«Αμέσως ύστερ' από το Μαλακάση, που εξακολουθώ να τον θυμούμαι πάντα, και με όποια μου διάθεση απέναντί του, χρυσόμαλλο ζωηρότατο παιδί, να φέρνει βόλτες κάτου από το σπίτι μου, καβαλλάρης πρώτης, στέκεται στην ενθύμησή μου ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος. Στο ίδιο μέρος, τον αγναντεύω, έφηβο μαθητούδι, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένα, κομψοντυμένο στα κατάλευκα. Κι' από τότε, σε όλους μου τους στοχασμούς για κείνον και σε κάθε μου από κείνον εντύπωση, από τη ζωή του τη φιλολογική και τα προσωπικά του προς εμένα φερσίματα, μου στέκεται ανακατωμέν' η εικόνα του μ' ένα λευκό ξαγνάντεμα.
Ύστερ' από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ, πρεσβύτερος, κάπως από τότε ακουσμένος με στίχους μου σκόρπιους εδώ κ' εκεί, σε περιοδικά κ' εφημερίδες ο καιρός των «Τραγουδιών της πατρίδας μου», και πριν ακόμα. Κ' ένας τρίτος, που τρελαινόταν για το Λαμαρτίνο. Έξυπνο παιδί, γεμάτο σκέψη κ' έρωτα προς την ποίηση, πληρώνοντας, ποιος ξέρει! ποιες αμαρτίες πατρογονικές, αφανίστηκ' έξαφνα στους σκοτεινούς λαβύρινθους μιας τρέλας. Ο Χατζόπουλος ήταν από τότε ζωηρός, ανυπόταχτος, διαχυτικός ή συμμαζεμένος, κατά το κέφι του, πάντα κι' από τότε ποτέ ισορροπημένος, μα για τούτο και ξεχωριστός, αξιαγάπητος από τότε μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Αγάλια αγάλια την αγάπη στο τέλος το θαυμασμό. Σημειώστε πως η αγάπη κι' ο θαυμασμός ποτέ δεν έλειψαν από μέσα μου, και τότε ακόμα που κανείς θα στοχαζότανε πως θα του γύριζα ή πως θα έπρεπε να του είχα γυρίσει την πλάτη. Τον καιρό εκείνο ήταν ερωτευμένος γερά με μιαν αρχοντοπούλα, που καθόταν σ' ένα από τα μέγαρα της Οδού Σταδίου». [...]