Γαλλία. Παρίσι. Οι στάσεις του μετρό, το Δάσος της Βουλόνης, τα Μεγάλα Βουλεβάρτα, οι λεωφόροι και οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί (ως τόποι αφίξεων, χωρισμών, αλλά και, κυρίως, σαν πάγια υπενθύμιση της δυνατότητας φυγής)· τα cafes και τα καμπαρέ, ο τοίχος του δωματίου πάνω στον οποίο πέφτουν οι χρωματιστές ανταύγειες, τα τρία σκαλοπατάκια που είναι ντυμένα με το άσπρο χνουδωτό ύφασμα... Όλα επανέρχονται απαράλλαχτα, σαν λάιτ μοτίφ, σαν μουσικές φράσεις μιας φούγκας που επικυρώνει το μπαρόκ του κόσμου. Το μικρό αυτό κομψοτέχνημα του Patrick Modiano, ένα αληθινό thriller με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, ένα αληθινό noir με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, είναι το ηλεκτρογράφημα μιας ελαττωματικής μνήμης που προσπαθεί ψηλαφητά να ανασυνθέσει μια παιδική ηλικία, όχι για να επουλώσει κάποια τραύματα, αλλά, τουλάχιστον, να τα εντοπίσει. Η συγκροτημένη κόλαση του Modiano είναι ένα παιδί που περιμένει έξω απ' το σχολείο αλλά κανείς δεν έρχεται να το πάρει, που χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού αλλά κανείς δεν έρχεται να του ανοίξει· είναι οι ατελείωτοι διάδρομοι του μετρό, το πλήθος που συνωστίζεται, ένα κίτρινο παλτό που ξεχωρίζει μες το πλήθος· είναι ένας εφιάλτης που αψηφά την εγρήγορση, που συνεχίζεται και μετά, όταν δεν θα υπάρχει και «φως έξω απ' το δωμάτιο των παιδιών»... (από το επίμετρο του Αχιλλέα Κυριακίδη)