Όταν αποφάσισα να κάνω μυθιστόρημα τα τριάμισι από τα οκτώ συνολικά χρόνια που διήρκεσε η επεισοδιακή εφηβεία μου στην επαρχία, συναντήθηκα με ένα φάντασμα: την κυρία Σιλάνα Σαλιάγκου. Ένα πρόσωπο που πίστευα πως είχε κυοφορηθεί μέσα στην ταλαίπωρη επαγγελματική μου μήτρα απέκτησε σάρκα και οστά. Ήξερε όσα ήξερα, θύμωνε με όσα θύμωνα κι αγαπούσε τον τρόπο με τον οποίο αγαπούσα ό,τι αγάπησα. Στο βιβλίο αυτό, με την αυτοβιογραφική ολισθηρότητα, η Σιλάνα Σαλιάγκου με εκδικείται οξύνοντας τη μνήμη μου για πράγματα που νόμιζα ότι είχαν παραγραφεί στο πέρασμα των δεκαετιών και των παραλλαγών της αλήθειας.