Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, αμέσως μετά τον Ζορμπά, ο Καζαντζάκης γράφει τον Ανήφορο, ένα κείμενο εσωτερικό, που το διακρίνει μελαγχολία βαθιά και λυτρωτική.
Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία.
Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος, και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής.
Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του κι η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου.
Ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να στοχαστεί, ένας άνθρωπος που δεν έχει σωθεί, που κινδυνεύει, και ο Κοσμάς μεταβαίνει στη μεταπολεμική Αγγλία για να τον σώσει.
Το προσωπικό κόστος της επιλογής του είναι τεράστιο.
Όμως αυτό είναι το χρέος, αυτός είναι ο ανήφορος που όλοι πρέπει να διαβούμε.
Ο Ανήφορος, το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, είναι ένα κλασικό έργο που θέτει ερωτήματα που διαρκώς κατατρέχουν τον άνθρωπο, δεν αποτελεί απλώς μια πολύ μεγάλη λογοτεχνική στιγμή για τη χώρα μας αλλά και ένα πολιτιστικό γεγονός.
«Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά, αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…» Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο. Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του, θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη… «Αγαπημένο Κάστρο», μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, «γεράσαμε...»
«Η δράση τού μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στα 1889 στην Κρήτη, όπου οι υπόδουλοι Έλληνες επιχειρούν με έναν καινούργιο ξεσηκωμό να λευτερωθούν από τον τουρκικό ζυγό. Ο Καζαντζάκης απεικονίζει το δράμα που συνεπαίρνει έναν ολόκληρο λαό, δίνοντας σε κάθε φάση του ένα αδρό ανάγλυφο και μιαν ένταση που καθιστούν αξέχαστα όλα τα επιμέρους επεισόδια, στο μεγαλύτερο μέρος τους τραγικά, παρ’ όλο που ο συγγραφέας συχνά εισάγει με τέχνη μια χιουμοριστική νότα. »Στην πόλη τού Ηρακλείου, στο "Μεγάλο Κάστρο", και στα περίχωρά του, ο Καζαντζάκης παρασταίνει ολοζώντανα τους πάντες και τα πάντα, όμως, ένας μονάχα από τους πρωταγωνιστές κυριαρχεί στη δράση: ο Καπετάν Μιχάλης. Είναι γιος τού Καπετάν Σήφακα, ενός θαλερού εκατοχρονίτη που, κατά τη μακρά ζωή του, έχει δει την Κρήτη να ξεσηκώνεται εφτά φορές, να λούζεται ξανά και ξανά στο αίμα και να ξαναπέφτει στην οθωμανική κυριαρχία. Ενώ ο γέροντας βάζει να τον μάθουν το αλφάβητο για να μπορέσει να γράψει τις μοιραίες και προφητικές λέξεις: "ελευτερία ή θάνατος", ο Καπετάν Μιχάλης, τον οποίον όλοι αγαπούν και φοβούνται, τίθεται επικεφαλής τής εξέγερσης. Όμως, ένα ακαταμάχητο πάθος, για το οποίο ο ίδιος νιώθει ντροπή, τον σπρώχνει να εγκαταλείψει για λίγο τη θέση του στον αγώνα. Ξεπληρώνει κατόπιν αυτή την ενοχή μαχαιρώνοντας την επίμαχη γυναίκα και θυσιάζοντας τη ζωή του για τη δόξα της αθάνατης Κρήτης. »Ωστόσο, κανένα από τα πρόσωπα του βιβλίου δεν είναι τόσο ισχυρά και σταθερά παρόν στην αφήγηση, όσο η Κρήτη, το άγριο νησί, για το οποίο κανείς δεν ξέρει αν αγαπά ή απεχθάνεται τα ίδια τα παιδιά του και το οποίο θα νικήσει την "Τουρκιά" με τον πόνο του. Παρά τα πολυάριθμα επεισόδια βίας και ωμότητας, το μυθιστόρημα διέπεται ολόκληρο από μιαν ατμόσφαιρα εξαίσιας ποίησης και θρύλου.» (Από την ιταλική έκδοση Nikos Kazantzakis, "Capitan Michele", Aldo Martello Editore, Milano 1959.) Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον "Καπετάν Μιχάλη", ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας το με λέξεις, τοόραμα του κόσμου όπως τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λεω τ' όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη στα άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας, μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματα μας και συνάμα άρχιζαν ν' ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες. Οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού. Από πολύ νωρίς, ζώντας την έτοιμη κάθε στιγμή να ξεσπάσει σύγκρουση, είχαμε ψυχανεμιστεί πως στον κόσμο τούτον δυο μεγάλες δυνάμες παλεύουν: ο Χριστιανός κι ο Τούρκος, το Καλό και το Κακό, η Ελευτερία κι η Τυραννία και πως η ζωή δεν είναι παιχνίδι, είναι αγώνας. Κι ακόμα τούτο: πως θα έρθει μέρα που θα Πρέπει να μπούμε κι εμείς στον αγώνα. Το 'χαμε πάρει απόφαση από πολύ μικροί πως ήταν γραφτό μας, αφού γεννηθήκαμε Κρητικοί, το Πρέπει αυτό να κυβερνάει τη ζωή μας." (από τον πρόλογο του συγγραφέα)