Σε ένα ξενοδοχείο της Κρακοβίας ένας ώριμος άντρας, συντετριμμένος από τον πρόσφατο χαμό της γυναίκας του, συναντά μια αινιγματική κοπέλα. Παρότι εντελώς άγνωστοι και διαφορετικοί μεταξύ τους, εκείνος Έλληνας κι εκείνη Ιταλίδα, εκείνος καθηγητής λογοτεχνίας κι εκείνη ηθοποιός, αισθάνονται πως τους συνδέει κάτι απροσδιόριστο. Η τυχαία συνάντησή τους προκαλεί το ξετύλιγμα ιστοριών που οδηγούν τον αναγνώστη πίσω στον χρόνο, σε ένα αρχοντικό της Χίου και ακόμα πιο πίσω, σε ένα καθολικό μοναστήρι στη Συρακούσα. Πρόκειται για ιστορίες έρωτα και απώλειας, φιλίας και ενηλικίωσης, ενοχής και εκδίκησης που, εκκινώντας από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και φτάνοντας ώς το σήμερα, εμπλέκουν τους δύο πρωταγωνιστές με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος συμμετέχουν σ’ ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι αντικατοπτρισμών, εναλλαγών προσωπείων και αντιμεταθέσεων, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν παγιδευμένα στα πάθη τους, όπως οι πεταλούδες στην απόχη. Οι πεταλούδες -σύμβολο του εύθραυστου, του εφήμερου αλλά και της μεταμόρφωσης- διαστίζουν την αφήγηση όπως και τις φωτογραφίες της Laura Makabresku, με τις οποίες συνομιλεί το κείμενο.
Ένα μυθιστόρημα για τον ερωτισμό της εφηβείας και την έλξη προς το όμοιο, για τη σεξουαλική αποχαλίνωση και την έκσταση της υποταγής, για τον κίνδυνο της γλώσσας και το καταφύγιο της σιωπής, για τον αφηγηματικό οίστρο και την τροφή του, για τις μικρές αγριότητες των καθημερινών ιστοριών με φόντο τις μεγάλες θηριωδίες της Ιστορίας. Ένα μυθιστόρημα για τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο και την υπέρβασή τους, μια ωδή στο θηρίο και στο θήραμα που σπαράσσονται μέσα μας.