Σµύρνη σήµερα. Ένα συνέδριο µεταφραστών τελειώνει τις µέρες του Πάσχα. Στον κήπο της Αγίας Φωτεινής, της µικρής εκκλησίας την οποία έχει παραχωρήσει το ολλανδικό προξενείο για τις θρησκευτικές ανάγκες της ολιγάριθµης ορθόδοξης κοινότητας, δυο άνθρωποι συναντιούνται τυχαία το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, λίγο πριν βγει ο Επιτάφιος. Ένας νεαρός µεταφραστής κι ένας γέρος µαθητής της παλιάς Ευαγγελικής Σχολής Σµύρνης. Ο ένας αγωνιά για το χρέος που δεν κατάφερε να ξεπληρώσει, ο άλλος αναλαµβάνει να το ξεπληρώσει αυτός. Μια µαθητική εργασία. Ένα κουρελιασµένο πουκάµισο: "Όχι... Έχει πάνω του το αίµα του δεσπότη!". Η αλήθεια που δεν πρέπει να χαθεί. Πώς µπορεί να γίνει η αλήθεια λέξεις; αναρωτιέται ο νεαρός µεταφραστής. Εκείνος τις λέξεις έχει συνηθίσει να τις µεταφράζει, πώς θα µπορούσε να "µεταφράσει" γεγονότα και συναισθήµατα, να τα κάνει λέξεις και να φτιάξει ένα βιβλίο µε την αλήθεια τους; Όµως έχει αποδεχτεί την κληρονοµιά, το χρέος είναι πια δικό του. Ο νεαρός µεταφραστής θα έχει ως το τέλος αµφιβολίες για το αν κατάφερε τελικά να πει στο βιβλίο του το ίδιο καλά µε τους σπουδαίους συγγραφείς τους οποίους έχει µεταφράσει όλα εκείνα που «δε φτάνουν τα λόγια για να τα πουν ούτε γράφονται, είναι λίγα τα γράµµατα, δε φτάνουν». Για ένα µονάχα θα είναι σίγουρος. Πως την αλήθεια την έχει πει ολόκληρη!